ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… … Dictionary of Greek
αστέγνωτος — η, ο (Α ἀστέγνωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρός αρχ. ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνω αρχ. αστέγνωτος < α στερ. + στεγνώ ( όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»] … Dictionary of Greek
αστούπωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στουπώθηκε, που δεν έχει φραχθεί με στουπί («βαρέλι αστούπωτο») 2. αυτός που δεν έχει στεγνώσει με στυπόχαρτο … Dictionary of Greek
αστράγγιστος — ιχτος και ιγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι») 2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο… … Dictionary of Greek
διανεμίζω — 1. απλώνω ή τινάζω κάτι για να στραγγίσει ή να στεγνώσει 2. λιχνίζω 3. διασκορπίζω κάτι (στον άνεμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανεμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Πατάκη] … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
μαγιόλικα — Κεραμικό είδος από λεπτή πορώδη και πλαστική άργιλο, με την οποία κατασκευάζονται οικιακά σκεύη, πλακίδια και καλλιτεχνικά αντικείμενα, τα οποία αφού στεγνώσουν και αδιαβροχοποιηθούν με το σύστημα της εφυάλωσης, τοποθετούνται σε ειδικά καμίνια… … Dictionary of Greek
νωπός — ή, ό (Μ νωπός, ή, όν) 1. (κυριολ. και μτφ.) φρέσκος, πρόσφατος (α. «νωπό κρέας» β. «νωπές ειδήσεις») 2. (για καρπούς και άνθη) αυτός που κόπηκε προ ολίγου, φρεσκοκομμένος 3. (για έδαφος) αυτός που σκάφτηκε πρόσφατα 4. αυτός που δεν έχει ακόμη… … Dictionary of Greek